- μπρος
- βλ. εμπρός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπρος — επίρρ. τοπ., εμπρός, μπροστά: Έπεσε μπρος στο φορτηγό και σκοτώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εμπρός — Τίτλος ημερήσιας αθηναϊκής εφημερίδας, που ιδρύθηκε το 1896 από τον Δημήτριο Καλαποθάκη. Στην εφημερίδα συνεργάστηκε ο Κωστής Παλαμάς, υπογράφοντας με το λατινικό γράμμα W, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, που έγραψε χρονογράφημα με το ψευδώνυμο Διαβάτης,… … Dictionary of Greek
πίσω — ΝΜΑ, και πίσου Ν, και οπίσω και επικ. τ. ὀπίσσω και αιολ. τ. ὐπίσσω Α Α (τοπ. επίρρ.) α) αντίθετα προς το σημείο που βλέπει κανείς ή προς το οποίο κατευθύνεται (α. «χίλιοι τόν παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω», δημ. τραγούδι) β) (συν.… … Dictionary of Greek
εμπρός — και μπρος και (ε)μπροστά και ομπρός και ομπροστά επίρρ. τοπ. και χρον. 1. (τοπ.), πριν από κάτι άλλο, απέναντι, αντίκρυ, κατάμπροστα (σε στάση ή κίνηση): Μπροστά αυτός και πίσω του ο σκύλος. – Εμπρός μας υψώνεται ο Όλυμπος. 2. (χρον.), νωρίτερα,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Sakis Gouzonis — Infobox musical artist Name = Sakis Gouzonis Background = solo singer Born = birth date and age|1978|03|16|mf=y Origin = Occupation = Composer Songwriter Keyboard Player Pianist Record Producer Genre = Electronica, Pop Years active = 1996 Present … Wikipedia
Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας … Dictionary of Greek
αμφίστροφος — η, ο (Α ἀμφίστροφος, ον) αυτός που στρέφεται μπρος και πίσω, προς δύο αντίθετες κατευθύνσεις αρχ. αυτός που στρέφεται γρήγορα, εύστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στροφος < στρέφω] … Dictionary of Greek
αντενδίδωμι — ἀντενδίδωμι (Α) κάνω κίνηση προς τα πίσω ενώ κάποιος άλλος κάνει κίνηση προς τα μπρος … Dictionary of Greek
βαθύς — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 30 μ., 577 κάτ.) της Καλύμνου. Βρίσκεται στα ανατολικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καλυμνίων του νομού Δωδεκανήσου. * * * βαθιά, βαθύ (AM βαθύς, εῑα, ύ). Ι. 1. αυτός που έχει βάθος ή βρίσκεται σε… … Dictionary of Greek
γκρεμός — και γκρεμνός, ο και γκρεμνό, το (πληθ. γκρεμοί, οι και γκρεμνά, τα) (AM κρημνός, ο Μ κρημνόν και γκρέμνο και κρέμνο, το) ψηλός και απότομος βράχος μσν. νεοελλ. 1. επικίνδυνο σημείο, κίνδυνος 2. δύσκολες περιστάσεις νεοελλ. «μπρος γκρεμός και πίσω … Dictionary of Greek